μαλέ

μαλέ
μᾱλέ , μαλός
white
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάλε βράσε — το φρ. «έγινε το μάλε βράσε» έγινε μεγάλη φασαρία, έγινε μεγάλος τσακωμός με βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φρ. βάλε βράσε, με ανομοιωτική τροπή τού β τής πρώτης λ. σε μ . Κατ άλλους, από τη φρ. βράση τής μαλιάς «φούντωμα τής φιλονικίας»] …   Dictionary of Greek

  • μάλε βράσε — το άκλ. 1. άνω κάτω. 2. φρ., «Έγινε το μάλε βράσε», υπήρξε μεγάλη αναταραχή, έγινε φασαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαλέ — (Male). Πόλη (76.069 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας των Μαλδίβων, στην ομώνυμη ατόλη στον Ινδικό Ωκεανό, κοντά στον ισημερινό. Είναι το διοικητικό και οικονομικό κέντρο των νησιών Μαλδίβες και το κύριο εμπορικό κέντρο τους. Η οικονομία …   Dictionary of Greek

  • Μαλδίβες — Νησιωτικό κράτος της νότιας Ασίας στον βόρειο Ινδικό ωκεανό, ΝΔ της Ινδίας.H Δημοκρατία των Μ. καταλαμβάνει το αρχιπέλαγος των μικρών νησιών στα ανοιχτά της βορειοδυτικής παραλίας του Nτεκάν. Kατά καιρούς δέχτηκε την επιρροή της Σρι Λάνκα, του… …   Dictionary of Greek

  • μαλιοβράσι — το το μάλε βράσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Συμφυρμός τής φρ. μάλε* βράσε] …   Dictionary of Greek

  • Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… …   Dictionary of Greek

  • Τσάπεκ, Κάρελ — (Capec, Μάλε Σβατονοβίτσε 1890 – Πράγα 1938). Τσέχος συγγραφέας. Στην αρχή έγραφε λογοτεχνικά έργα μαζί με τον αδελφό του Γιόσεφ και στη συνέχεια επιβλήθηκε με μια σειρά πρωτότυπα μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Την προσωπικότητά του… …   Dictionary of Greek

  • Hämalops — Hä̱mal|ops [zu gr. αἱμαλεος = blutig u. gr. ὠψ = Auge] m; : Bluterguß ins Auge (in die Vorderkammer od. in den Glaskörper, sog. „Blutauge“), meist ↑traumatisch bedingt …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Μάλ' — Μάλα , Μάλης masc voc sg Μάλα , Μάλης masc nom sg (epic) Μάλαι , Μάλης masc nom/voc pl Μάλᾱͅ , Μάλης masc dat sg (doric aeolic) Μάλε , Μάλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”